- ἀγαλματοποιία
- ἀγαλματοποιίᾱ , ἀγαλματοποιίαsculptor's artfem nom/voc/acc dualἀγαλματοποιίᾱ , ἀγαλματοποιίαsculptor's artfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀγαλματοποιίᾳ — ἀγαλματοποιίᾱͅ , ἀγαλματοποιία sculptor s art fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγαλματοποιία — αγαλματοποιία, η η τέχνη του αγαλματοποιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγαλματοποιία — η (Α ἀγαλματοποιία) [ἀγαλματοποιός] η τέχνη τού αγαλματοποιού … Dictionary of Greek
ἀγαλματοποιίας — ἀγαλματοποιίᾱς , ἀγαλματοποιία sculptor s art fem acc pl ἀγαλματοποιίᾱς , ἀγαλματοποιία sculptor s art fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαλματοποιίαν — ἀγαλματοποιίᾱν , ἀγαλματοποιία sculptor s art fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαλματοποιίαις — ἀγαλματοποιία sculptor s art fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… … Dictionary of Greek
άγαλμα — Η λέξη ά. (από το αγάλλομαι) σήμαινε στην αρχή καθετί με το οποίο κάποιος αγάλλεται (πολύτιμα αντικείμενα κλπ.). Επικράτησε όμως με τον καιρό να σημαίνει το είδωλο άντρα ή γυναίκας, φτιαγμένο από ξύλο, πηλό, μάρμαρο, χαλκό κλπ. Στην αρχή ήταν… … Dictionary of Greek
αγαλματοποιητικός — ή, ό (Α ἀγαλματοποιητικός, ή, όν) [ἀγαλματοποιῶ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αγαλματοποιία και τον αγαλματοποιό 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ αγαλματοποιητική η τέχνη τού αγαλματοποιού, η αγαλματοποιία … Dictionary of Greek